Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Θεσσαλονίκη-Αθήνα


Ο "νέος" σιδηροδρομικός σταθμός της Θεσσαλονίκης αποτυπώθηκε σε κινηματογραφική ταινία την δεκαετία του 60 στην ταινία "Κάτι να καίει" με την Ρένα Βλαχοπούλου.

Τότε ήταν πραγματικά ολοκαίνουργιος ενώ ξεπέρασε σε μέγεθος ακόμα και αυτόν των Αθηνών. Καθώς ο Σταθμός Λαρίσης παρέμεινε αναλοίωτος στην διαδρομή του χρόνου, ακόμα και σήμερα ο σιδηροδρομικός σταθμός της πρωτεύουσας, σαν μέγεθος, φαντάζει σαν σταθμός επαρχιακής πόλης σε σύγκριση με τον σταθμό της Θεσσαλονίκης.

Οι ταμπέλες στους δρόμους της Θεσσαλονίκης ακόμα αναφέρουν τον σταθμό σαν "νέο". Όμως από εκείνη την μακρινή δεκαετία του 60 φαίνεται ότι δεν έχει προστεθεί ούτε μία πρόκα και δεν έχει αλλάξει ούτε μία λάμπα.

Ο σταθμός έχει καταντήσει γκρίζος και καταθλιπτικός. Οι πίνακες αναχωρήσεων-αφίξεων, υπερσύγχρονοι τότε (παρόμοιοι με αυτούς που υπάρχουν στα αεροδρόμια) είναι εγκατεστημένοι τόσο στην κεντρικοί σάλα όσο και στις πλατφόρμες. Πλην όμως παραμένουν θλιβερά σβηστοί και το έργο της πληροφόρησης των δρομολογίων έχει ανατεθεί σε (ευγενικό) υπαλληλο πληροφοριών ο οποίος έχει σαν συνδρομή τοιχοκολημένα χαρτιά μεγέθους Α4 με τα δρομολόγια.

Στον αντίποδα αυτής της απελπιστικής εγκατάλειψης και έλλειψης προόδου, τα ειστήριά μας είχαν εκδοθεί απροβλημάτιστα μέσω Internet (χωρίς όμως να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής ή ακύρωσης εάν τύχαινε κάτι).

Η τιμή τους ήταν 60% φτηνότερη από το πιο φτηνό εισιτήριο αεροπλάνου. Εάν συνυπολογίστεί και η διαφορά του ταξί που θα μας πήγαινε σπίτι στην Αθήνα (σε αντίθεση με το "Ελ. Βενιζέλος", ο Σταθμός Λαρίσης είναι στο κέντρο της Αθήνας) το ταξίδι γίνονταν ακόμα πιο συμφέρον από οικονομικής απόψεως.

Η εξωτερική όψη των βαγονιών της υπερταχείας Intercity Express προς Αθήνα ήταν αρχικά απογοητευτική καθώς η εξωτερική τους επιφάνεια ήταν γεμάτη (μάλλον κακόγουτσα) graffity. Μέσα όμως τα βαγόνια ήναν πεντακάθαρα και περιποιημένα και έδιναν την εντύπωση ότι ήταν ολοκαίνουργια.

Η αμαξοστοιχία ξεκίνησε ακριβώς στην ώρα της και ήταν πλήρης επιβατών (ειλικρινά δεν περίμενα τόσο κόσμο). Το προσωπικό φάνηκε ευγενικό και εξυπηρετικό.

Όσον αφορά στην διαδρομή, ταξίδεψα πολύ με τον ΟΣΕ στις αρχές τις δεκαετίας του 80 σαν φοιτητής και η σύγκρισή με την σημερινή εποχή ήταν αναπόφευκτη.

Το ταξίδι ήταν άνετο καθώς η αμαξοστοιχία ταξίδευε με πολύ μεγάλη ταχύτητα και έκανε μόνο 2 στάσεις (Λάρισα και Λιανοκλάδι/Λαμία).

Η ηλεκτροκίνηση στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής δίνει το στίγμα της προόδου. Ελειψαν ακόμη και εκείνα τα παλιά ενοχλητικά και χαρακτηριστικά "ντουκ-ντουκ" από τις γραμμές.

Η μεγαλύτερη (και ακριβότερη) όμως πρόοδος είναι η διπλή γραμμή.

Την δεκαετία του 80, διπλή γραμμή υπήρχε μόνο στα κομμάτια Αθήνα-Οινόη και Πλατύ-Θεσσαλονίκη με σοβαρές συνέπειες τόσο στην ταχύτητα όσο και στην ασφάλεια.





Αντίθετα, σήμερα μονή γραμμή υπάρχει μόνο στην διαδρομή που το τραίνο σκαρφαλώνει τον Μπράλο.





Από την άλλη το κομμάτι σε αποζημιώνει καθώς σου δίνει την ευκαρία να θαυμάσεις την ορεινή διαδρομή με τούνελ και γέφυρες (Γοργοπόταμος ανάμεσα σε αυτές) Αυτό όμως το κομμάτι της διαδρομής θα περάσει σε λίγο στην ιστορία μόλις ολοκληρωθεί η καινούργια χάραξη।






















Παρόμοια απώλεια αξιοθέατων σε όφελος της ταχύτητας υπάρχει και στα Τέμπη. Εκεί οι διπλές σιδηροδρομικές σήραγγες επιτρέπουν στον συρμό να περάσει την κοιλάδα με ταχύτητα μεγαλύτερη των 150 χλμ/ώρα, κρύβοντας όμως από τους επιβάτες το μαγευτικό τοπίο. Αντίθετα η παλιά μονή χάραξη περνούσε δίπλα στο ποτάμι και πρόσφερε μοναδική θέα.

Φτάνοντας τέλος στην Αθήνα σε κάτι λιγότερο από 5 ώρες, ξαναπροσγειώνεσαι στην άσχημη πραγματικότητα με ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΟΛΟΥΣ τους ταξιτζήδες να αλιεύουν (απουσία αστυνομίας) διπλές και τριπλές κούρσες.

Οσο διαρκούσε τα ταξίδι, αυτό που τριβέλιζε το μυαλό μου ήταν το πως καταφέραμε να απαξιώσουμε αυτό το μεταφορικό μέσο. Και το απαξιώσαμε τόσο οικονομικά (με τα ελλείματα) όσο και "συνειδησιακά" καθώς απαξιώθηκε σαν μέσο στην συνείδηση του κόσμου από τον βομβαρδισμό των (κατευθυνόμενα?) αρνητικών ειδήσεων και δημοσιευμάτων.

Και το ακόμα χειρότερο, η απαξίωση ήρθε ΜΕΤΑ τον ΠΑΚΤΩΛΟ επενδύσεων στις υποδομές (ηλεκτροκίνηση, διπλή γραμμή, νέα χάραξη, νέο τροχαίο υλικό). Λίγο μυστήριο δεν είναι?

Καταλήγοντας, το να ταξιδέψεις με το ΚΤΕΛ αντί με το τραίνο για Αθήνα δεν είναι και η πιο έξυπνη κίνηση σύμφωνα με τα δικά μου ταπεινά κριτήρια που παραθέτω κατωτέρω:

  • Ταχύτητα και ασφάλεια μέσου
  • Ανεση μέσου (τουαλέτα, καφετέρια, ευκαιρίες "ξεμουδιάσματος" από την καρέκλα)
  • Ευκολία πρόσβασης στους σταθμούς αφετηρίας και τέρματος. Και στους δύο σταθμούς υπάρχει άμέση πρόσβαση στο μετρό (στην Θεσσαλονίκη σε πολύ μελοντικό χρόνο, όταν ολοκληρωθεί το έργο). Αντίθετα φτάνοντας στον σταθμό ΚΤΕΛ του Κηφισού στην Αθήνα είσαι, ελλείψει άλλων μέσων, στο έλεος των ταξιτζήδων.














Υ.Γ. Εκπληκτική ομορφιάς είναι ακόμα η διαδρομή δίπλα στον ποταμό Νέστο (από Δράμα προς Καβάλλα)